quarta-feira, 27 de novembro de 2013

Καταστατικές αρχές μίας αναγέννησης - σκέψεις και προτάσεις

Κοινή διαπίστωση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού (εκτός φυσικά, των άμεσα εμπλεκομένων στη διακυβέρνηση της χώρας) είναι ότι η φύση της κρίσης δεν είναι όχι μόνον αμιγώς, αλλά ούτε καν πρωτίστως οικονομική. 

Η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο πολιτικό και πολιτισμικό, διότι παρήγαγε ένα υπόδειγμα κοινωνικής συμβίωσης και ατομικής διάπλασης μη βιώσιμο, πλήρως ασύμβατο με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις όχι μόνον της απατηλής εποχής μας αλλά και με τις διαχρονικές και ριζικές ανάγκες του ανθρώπου και της Γης. Η οικονομική κατάρρευση είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της ανθρωπολογικής φθοράς του Έλληνα, ισοδυναμεί κατ' αναλογίαν με την έκπτωση λειτουργιών των ζωτικών οργάνων σε ένα σώμα με βαρύτατα και πολλαπλά νοσήματα. Προβάλλει επομένως ως απαραίτητη –και συχνά αναγνωρίζεται ρητώς ως τέτοια- μία επανάσταση παιδείας, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου. Ενός ριζικού επαναπροσδιορισμού της σχέσης του Έλληνα με τον εαυτό του και τον κόσμο του.
Ο κίνδυνος να μετουσιωθεί αυτή η διαπίστωση σε στείρα ηθικολογία όταν εκφράζεται στο δημόσιο χώρο είναι ιδιαίτερα μεγάλος, αν η "παιδεία" δεν συγκεκριμενοποιείται σε επιθυμητά χαρακτηριστικά, δεν αναφέρεται σε καθορισμένους αντικειμενικούς σκοπούς (ή πιθανώς, την έλλειψή τους) και αν δεν προβάλλεται μία αξιόπιστη μεθοδολογία για την επίτευξή τους. Οι Έλληνες γνώριζαν την αβελτηρία και δυσφορούσαν για την ποιότητα του πολιτικού τους συστήματος εδώ και δεκαετίες. Στάθηκαν όμως ανίκανοι όχι μόνο να το ανατρέψουν αλλά και να προτείνουν μία βιώσιμη εναλλακτική του. Η πρόταση αυτή είναι πολιτική, διότι αναφέρεται σε ένα κοινωνικό όραμα σε διασύνδεση με τους μηχανισμούς παραγωγής του. Η ατομική στάση, η διαμόρφωση ενός κώδικα αξιών και ο ειλικρινής ενστερνισμός του, κυρίως όμως η εκούσια διαμόρφωση του πράττειν ενός εκάστου είναι ζήτημα ηθικό και επομένως βαθιά προσωπικό, ως εκ τούτου εκφεύγει της πρότασης. Ή ορθότερα της ρητής πρότασης, δεδομένου ότι εντάσσεται στο χώρο του προσωπικού προτύπου, ως σιωπηρής πρότασης ζωής.

Το χαρακτηριστικό εκείνο που απουσίασε κατά τα προηγούμενα χρόνια σε καθοριστικό βαθμό και κρύβεται πίσω από πολλά επιμέρους αίτια της ελληνικής χρεωκοπίας είναι η έλλειψη ελευθερίας. Πολλοί εκ πρώτης όψεως θα διαφωνούσαν, επικαλούμενοι φαινόμενα αυθαιρεσίας σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής του συνόλου των Ελλήνων, των "μη επιφανών" πολιτών μη εξαιρουμένων. Μετά από προσεκτικότερη παρατήρηση όμως, ένας τέτοιος ισχυρισμός καταρρίπτεται. Οι Έλληνες γνώριζαν την αβελτηρία και δυσφορούσαν για την ποιότητα του πολιτικού τους συστήματος εδώ και δεκαετίες. Στάθηκαν όμως ανίκανοι όχι μόνο να το ανατρέψουν αλλά και να προτείνουν μία βιώσιμη εναλλακτική του. Σε ακόμη παλαιότερες περιόδους και ως ένα βαθμό μέχρι και τις τελευταίες εκλογές, αναζητούσαν ηγέτες (ή την ανάμνησή τους, μέσα από τους γνωστούς γόνους) για να αναλάβουν εκείνοι το βάρος της διόρθωσης της πορείας. Γνωρίζουν την αδικία, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την παρατηρούσαν σε καθημερινό επίπεδο στους χώρους εργασίας, στις συναλλαγές με το Δημόσιο, στην προσωπική τους ζωή αλλά, όταν δεν συμμετείχαν, αδρανούσαν. Ο φόβος κρύβεται πίσω από τη σιωπή. Και ο φόβος δεν αρμόζει σε ελεύθερους ανθρώπους.
Δεύτερο γνώρισμα του αδιεξόδου υπήρξε η έλλειψη πνευματικών εφοδίων για την υπέρβαση του αδιεξόδου και τη διαμόρφωση καινοτόμων λύσεων, ακόμη και για μία ορθή διάγνωση της φύσης του ελληνικού προβλήματος. Η πνευματική νωθρότητα στην οποία οι Έλληνες εθίζονται από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά σε μεγάλο βαθμό και από τη βαθιά ριζωμένη παράδοση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος είναι αναμφίβολα βασικός παράγων. Ο σχηματικός τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας και η μιμητική αναπαραγωγή προτύπων, από την "παπαγαλία" του σχολείου μέχρι την αυτούσια μεταφορά ξένων δομών, λεξιλογίου και συντακτικού είχαν ως επίπτωση τη δημιουργία μίας κοινωνίας που συσπειρώνεται γύρω από απαντήσεις παρά γύρω από ερωτήσεις ή ακόμη και υποθέσεις. Με όλη την νωχέλεια που μία τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται. Η ρηχότητα της πνευματικής υπόστασης του Έλληνα, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα συμμετοχή ή ανοχή στην αυθαιρεσία γέννησαν το παραλυτικό αίσθημα ενοχής, που προτιμούσε να μην „τα σκαλίζει πολύ", προεξοφλώντας καβαφοπρεπώς εκ των προτέρων ότι το φως θα είναι μία νέα τυρρανία και όχι χριστοπρεπώς ότι η αλήθεια θα ελευθερώσει. Μία πρόταση υπερβασης δεν μπορεί επομένως να παραγνωρίζει το εν στενή εννοία εκπαιδευτικό ζήτημα, και μάλιστα στην πολύπλοκη διασύνδεσή του με διαφόρους κυριαρχικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (ΜΜΕ, ιδίως η τηλεόραση), οι οποίοι επέτειναν τη σύγχυση και εξέθρεψαν τις προηγούμενες υπεραπλουστευτικές και εντυπωσιοθηρικές τάσεις του Έλληνα, παρέχοντας την κατάλληλη στιγμή και το καταναλωτικό ναρκωτικό.

Εφόσον οι διαπιστώσεις αυτές ευσταθούν, προκύπτει ότι αντικειμενικός σκοπός μίας δίκαιης πολιτείας είναι η διαμόρφωση ενός κλίματος ελευθερίας, εντός του οποίου οι Έλληνες θα έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τα χαρίσματά τους και να εξαντλήσουν διανοητικές και ψυχικές τους δυνατότητες. Και μάλιστα την ίση ευκαιρία, ανεξάρτητα από την ταπεινότητα της καταγωγής τους. Σκοπός δηλαδή είναι η δόμηση της εθνικής αυτοπεποίθησης ότι ο „δήμος" των Ελλήνων μπορεί να διαχειριστεί ο ίδιος άμεσα την συλλογική του πορεία, χωρίς να εξαρτάται από την καλή θέληση απροσώπων αντιπροσώπων.

Καταστατικός σκοπός της ελληνικής Πολιτείας, δεν μπορεί επομένως να είναι ούτε η οικονομική ευημερία, ούτε η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε η απονομή και εξασφάλιση προσωπικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, ούτε η εμπέδωση της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας, παρότι οι επιμέρους θεσμοί της έχουν ακριβώς αυτούς του σκοπούς. Σκοπός της ελληνικής Πολιτείας είναι η ελληνική κοινωνία κάθ' αυτή, είναι η πρόσδοση βιοτικού νοήματος στη συλλογικότητα, χωρίς το άτομο να χάνεται σε μία κολλεκτιβιστική χοάνη. Είναι η κοινωνία ελευθέρων Προσώπων, που βρίσκουν στην συμβίωσή τους μεγαλύτερο νόημα από την απλή χρησιμότητα των κρατικών θεσμών για τα ατομικά τους συμφέροντα. Μία τέτοια Πολιτεία, έχοντας αποκτήσει ιδεολογικό και ανθρωπολογικό βάθος είναι ανθεκτική σε πάσης φύσεως κλυδωνισμούς, γενναία και κείμενη επομένως εκτός εκβιασμών, ικανή να εξασφαλίσει όλους τους στόχους ενός Κράτους Δικαίου για τα παιδιά της.

Για να μη μεταπέσει σε μία ανέξοδη ρητορεία, η ανάδειξη του τελικού σκοπού του Κράτους και των μερικών σκοπών των κρατικών θεσμών απαιτείται η χάραξη μίας μεθοδολογίας για την υλοποίησή τους. Προφανής απάντηση είναι η σύνταξη ενός καταστατικού χάρτη της Ελληνικής Δημοκρατίας που θα απαντά ακριβώς σε αυτές τις ανάγκες και που κατ' αποτέλεσμα, όχι στη θεωρία θα επαληθεύεται από την πραγματικότητα. Τα χαρακτηριστικά του δεν μπορεί παρά να είναι η άμεση και αδιαμεσολάβητη δημοκρατία, η εθνική ανεξαρτησία από εξωτερικές επεμβάσεις και εσωτερικές αθέμιτες επιρροές, η προάσπιση των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών, η λήψη πρόνοιας για τις επόμενες γενεές μέσα από την οικολογική, πολιτιστική και οικονομική βιωσιμότητα. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να είναι έργο μόνο μίας αναθεωρητικής Βουλής, η οποία θα αποτελείται από αντιπροσώπους που θα τείνουν σε αυτές τις αρχές στην πράξη.

Η εμπειρία είναι πικρή, διότι οι μέχρι τώρα αντιπρόσωποι προέρχονται από συλλογικότητες που στην εσωτερική τους λειτουργία διαπνέονταν από αρχές αντίθετες από αυτές που ευαγγελίζονταν. Δεν μπορεί να αναμένει κανείς σοβαρά ότι κομματικές δομές προσωποπαγείς και γραφειοκρατικές, άδικες και αδιαφανείς, κλειστές και ωμά ιεραρχικές μπορούν να παράγουν μία διαφορετική κοινωνία. Όπως δεν μπορεί το σάπιο δένδρο να βγάλει καλό καρπό, δεν μπορεί το κόμμα που λειτουργεί με τυρρανικό και ωμό τρόπο στο εσωτερικό του να παράγει κοινωνίες με διαφορετικό χαρακτήρα. Γι' αυτό και η συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να αποφύγει μία συνταγματική πρόνοια "εσωκομματικής δημοκρατίας".

Αφενός γιατί η δημοκρατία (άρα και οι θεσμοί της ή οι λειτουργίες της) είναι πάντοτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και όχι προϊόν αυθεντίας και οριστικής κατάφασης, αφετέρου γιατί η αυτοπροαίρετη δημοκρατική ή μη λειτουργία των κομμάτων μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για την αξιολόγηση της πολιτικής τους πρότασης.

Nenhum comentário:

Postar um comentário